πάτος

πάτος
πάτος [pron. full] [ᾰ] (A), ,
A trodden or beaten way, path,

κιόντες ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν Il.20.137

;

πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων 6.202

;

οὐ μὲν γὰρ πάτος ἀνθρώπων ἀπερύκει Od.9.119

;

ὅ τις πάτου ἔκτοθεν ἦεν ἀνθρώπων A.R. 3.1201

: metaph., ἔξω πάτου ὀνόματα out-of-the-way words, Luc.Hist. Conscr.44.
2 floor,

βαλανείου PFlor.384.27

(pl., V A. D.).
3 treading, prob. cj. in Thphr.HP6.6.10.
II dirt, dung, Nic.Al. 535, Th.933 ; scrapings of oil, etc., Gal.12.116,283.
III πύρινος π. prob. wheat-field, PSI8.883.8 (ii A.D.) : the sense food, Sch.Ar. Pl.1185, invented to explain ἀπόπατος. (Cf. Skt. pánthās, Slav. pąt[icaron] 'path', Lat. pons 'causeway' ; v. πόντος.)
------------------------------------
πάτος [pron. full] [ᾰ] (B), εος, τό,
A robe worn by Hera, Call.Fr.495.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάτος — trodden masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… …   Dictionary of Greek

  • πάτος — ο 1. πυθμένας, βυθός: Τόσοι και τόσοι είναι πνιγμένοι κάτω στης θάλασσας τον πάτο (Γ. Σεφέρης). 2. το κάτω μέρος δοχείου, κιβωτίου: Ο πάτος της κάσας είναι σάπιος. 3. σόλα του παπουτσιού, εσωτερικό υπόστρωμα του παπουτσιού συνήθως από φελλό: Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατός — ή, όν, Α (πιθ. ελληνογαλατική λέξη) πλούσιος …   Dictionary of Greek

  • πατώνω — [πάτος] 1. κατασκευάζω πάτωμα οικοδομής 2. κατασκευάζω τον πυθμένα κιβωτίου, βαρελιού ή άλλου σκεύους 3. στοιβάζω πιέζοντας κάτι σε σακί, αγγείο, κιβώτιο, πατικώνω κάτι για να χωρέσει 4. αγγίζω με τα πέλματα τον πυθμένα θάλασσας, λίμνης,… …   Dictionary of Greek

  • πάτοι — πάτος trodden masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτον — πάτος trodden masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτου — πάτος trodden masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτους — πάτος trodden masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτων — πάτος trodden masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτῳ — πάτος trodden masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”